- πελεκισμός
- πελεκ-ισμός, ὁ,A death by the axe, D.S.32.26 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελεκισμός — ὁ, ΝΑ [πελεκίζω] αποκεφαλισμός με πέλεκυ … Dictionary of Greek
πελεκισμούς — πελεκισμός death by the axe masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)